αντισηκώνω

αντισηκώνω
(Α ἀντισηκῶ, -όω)
νεοελλ.
1. σηκώνω λιγάκι
2. υψώνω («το σπαθί που αντισηκώνεις», Δ. Σολωμός)
αρχ.
1. κάνω την πλάστιγγα να ισορροπήσει τοποθετώντας αντίρροπο βάρος, αντισταθμίζω
2. ανταποδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + σηκώ «ζυγίζω» < σηκός «βάρος, βαρίδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντισηκώνω — ήκωσα, ώθηκα, ωμένος, ανασηκώνω κάτι λίγο, ισοσταθμίζω: Αντισηκώθηκε, για να δει από το παράθυρο ποιον γάβγιζαν τα σκυλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”